dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
λιπαντήρας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Schmiervorrichtung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
λιπαντήρας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Fettpresse
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
λιπαντήρας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Schmierapparat
Ⓦ
Ⓖ
…