dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
λιμεναρχείο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Hafenverwaltung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
λιμεναρχείο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Hafenamt
Ⓦ
Ⓖ
…