dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
λιβανιστήρι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Weihrauchfass
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
λιβανιστήρι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Weihrauchgefäß
Ⓦ
Ⓖ
…