dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
ληστής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Räuber
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
ληστής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Bandit
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
ληστής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Freibeuter
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
ληστής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Straßenräuber
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
ληστής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Plünderer
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
ληστής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Raubmörder
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
ληστής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Wegelagerer
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)