dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
λευχαιμία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Blutkrebs
Ⓦ
Ⓖ
…
λευχαιμία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Leukämie
Ⓦ
Ⓖ
…