dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
λερωμένος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
bemalt
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
λερωμένος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
beschmutzt
Ⓦ
Ⓖ
…
λερωμένος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
dreckig
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
λερωμένος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
angeschmiert
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
λερωμένος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
beschmiert
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
λερωμένος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
besudelt
Ⓦ
Ⓖ
…
!
λερωμένος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
unlauter
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
λερωμένος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
geschändet
Ⓦ
Ⓖ
…
!
λερωμένος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
schmutzig
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
λερωμένος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verdreckt
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
λερωμένος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verschmutzt
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
λερωμένος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verunreinigt
Ⓦ
Ⓖ
…