dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Επίθετο
λεπιδωτός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
geschuppt
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
λεπιδωτός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
schuppenförmig
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
λεπιδωτός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
schuppig
Ⓦ
Ⓖ
…