dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
λαϊκός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das Volk betreffend
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
λαϊκός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
volkstümlich
Ⓦ
Ⓖ
…
λαϊκός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zum Volk gehörend
Ⓦ
Ⓖ
…
λαϊκός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zum Volk gehörig
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
λαϊκός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Laie
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
λαϊκός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
säkular
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
λαϊκός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Volks-
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)