dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
λασκαρισμένος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
locker
Ⓦ
Ⓖ
…
!
λασκαρισμένος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
lose
Ⓦ
Ⓖ
…
!
λασκαρισμένος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
gelockert
Ⓦ
Ⓖ
…