dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
λαμνοκόπος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Laterne
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
λαμνοκόπος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Glühbirne
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
λαμνοκόπος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Glühlampe
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
λαμνοκόπος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Lampe
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
λαμνοκόπος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Leuchte
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
λαμνοκόπος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Ruderer
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
λαμνοκόπος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
rudern
Ⓦ
Ⓖ
…