dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
λακωνικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
wortkarg
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
λακωνικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
knapp
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
λακωνικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
einsilbig
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
λακωνικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
lakonisch
Ⓦ
Ⓖ
…