dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
λακκούβα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Schlagloch
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
λακκούβα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Mulde
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
λακκούβα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Panne
Ⓦ
Ⓖ
…