dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
λαιμαργία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Gefräßigkeit
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
λαιμαργία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Gier
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
λαιμαργία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Völlerei
Ⓦ
Ⓖ
…
!
λαιμαργία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Fresssucht
Ⓦ
Ⓖ
…