dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
λαγουδάκι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Häschen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
λαγουδάκι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Karnickel
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
λαγουδάκι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
junger Hase
Ⓦ
Ⓖ
…