dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
λαβύρινθος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Labyrinth
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
λαβύρινθος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Irrgarten
Ⓦ
Ⓖ
…