dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
λαβαίνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
erhalten
Ⓦ
Ⓖ
…
λαβαίνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
bekommen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)