dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ουσιαστικό
ο
λήθαργος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Betäubung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
λήθαργος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Schlafsucht
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
λήθαργος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Teilnahmslosigkeit
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
λήθαργος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Lethargie
Ⓦ
Ⓖ
…