dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
λάτρης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Schwärmer
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
λάτρης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Anbeter
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
λάτρης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Liebhaber
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
λάτρης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Bewunderer
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
λάτρης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Verehrer
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)