dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
λάρυγγας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Kehle
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
λάρυγγας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Kehlkopf
Ⓦ
Ⓖ
…