dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
κώμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Koma
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
κώμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Bewusstlosigkeit
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)