dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
κτήση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Erwerb
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
κτήση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Anschaffung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
κτήση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Besitz
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
κτήση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Besitzung
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)