dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
κρύπτη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Krypta
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
κρύπτη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Versteck
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)