dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
κριματίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sündigen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
κριματίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
in Versuchung führen
Ⓦ
Ⓖ
…