dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
κράχτης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Kundenschlepper
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
κράχτης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Schreier
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
κράχτης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Lockvogel
Ⓦ
Ⓖ
…