dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
κουφάλα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Loch
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
κουφάλα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Baumhöhle
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
κουφάλα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Höhlung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
κουφάλα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Luder
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
κουφάλα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Höhle
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
κουφάλα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Schlampe
Ⓦ
Ⓖ
…