dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
κοσμηματοπωλείο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Schmuckgeschäft
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
κοσμηματοπωλείο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Juweliergeschäft
Ⓦ
Ⓖ
…