dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
κορμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Stamm
Ⓦ
Ⓖ
…
κορμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Baumstamm
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
κορμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Steg
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
κορμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Torso
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
κορμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Oberkörper
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
κορμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Rumpf
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
κορμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Säulenschaft
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)