dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
κοριτσίστικος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
mädchenhaft
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
κοριτσίστικος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
spöttisch
Ⓦ
Ⓖ
…