dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
κονκάρδα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Abzeichen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
κονκάρδα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Kokarde
Ⓦ
Ⓖ
…