dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
κοινό
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Öffentlichkeit
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
κοινό
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Publikum
Ⓦ
Ⓖ
…
!
κοινό
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Leute
Ⓦ
Ⓖ
…
!
κοινό
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Volk
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)