dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
κοιμίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
einschläfern
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
κοιμίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zu Bett bringen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
κοιμίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ins Bett bringen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
κοιμίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
stillen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
κοιμίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
schlafen legen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)