dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
κλάδεμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Beschneiden
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
κλάδεμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Baumschnitt
Ⓦ
Ⓖ
…