dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ρήμα
κατσαρώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
kräuseln
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
κατσαρώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
krausen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
κατσαρώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich kräuseln
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
κατσαρώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich wellen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
κατσαρώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
wellen
Ⓦ
Ⓖ
…