dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ρήμα
κατσαδιάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
anfahren
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
κατσαδιάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ausschimpfen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
κατσαδιάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
herunterputzen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
κατσαδιάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
keifen
Ⓦ
Ⓖ
…