dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ρήμα
κατηγορούμαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
angeklagt werden
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
κατηγορούμαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
unter Anklage stehen
Ⓦ
Ⓖ
…