dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
καταψύχω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
abkühlen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
καταψύχω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
einfrieren
Ⓦ
Ⓖ
…