dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
κατατροπώνομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
besiegt werden
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
κατατροπώνομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
unterliegen
Ⓦ
Ⓖ
…