dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
κατασκευαστής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Hersteller
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
κατασκευαστής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Erzeuger
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
κατασκευαστής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Hersteller.
Ⓦ
Ⓖ
…
κατασκευαστής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Produzent
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
κατασκευαστής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Konstrukteur
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)