dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
καταργώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
abschaffen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
καταργώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
annullieren
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
καταργώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
aufheben
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)