dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
καταπολεμώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
entgegenwirken
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
καταπολεμώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
bekämpfen
Ⓦ
Ⓖ
…