dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
καταπλακώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verschütten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
καταπλακώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
überfahren
Ⓦ
Ⓖ
…