dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
καταπιστευματούχος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Treuhänder
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
καταπιστευματούχος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Treunehmer
Ⓦ
Ⓖ
…