dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
καταλογισμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Allokation
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
καταλογισμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Beanspruchung
Ⓦ
Ⓖ
…
καταλογισμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Umlegung
Ⓦ
Ⓖ
…
καταλογισμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Verteilung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
καταλογισμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Zurechnung
Ⓦ
Ⓖ
…
καταλογισμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Zuteilung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
καταλογισμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Betragserteilung
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)