dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
κατακόρυφος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
senkrecht
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
κατακόρυφος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Gipfel
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
κατακόρυφος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Handstand
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
κατακόρυφος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Höhepunkt
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
κατακόρυφος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Kopfstand
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
κατακόρυφος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
steil
Ⓦ
Ⓖ
…