dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
κατακλυσμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Flut
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
κατακλυσμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Hochwasser
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
κατακλυσμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Sintflut
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
κατακλυσμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Überschwemmung
Ⓦ
Ⓖ
…