dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
καταδυναστεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
unterdrücken
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
καταδυναστεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
knebeln
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
καταδυναστεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
tyrannisieren
Ⓦ
Ⓖ
…