dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
κατάρρευση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Einsturz
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
κατάρρευση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Kollaps
Ⓦ
Ⓖ
…
κατάρρευση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Absinken
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
κατάρρευση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Zusammenbruch
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)