dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
κατάλυση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Einquartierung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
κατάλυση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Genuss
Ⓦ
Ⓖ
…
κατάλυση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Katalyse
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
κατάλυση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Verbrauch
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
κατάλυση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Abschaffung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
κατάλυση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Aufhebung
Ⓦ
Ⓖ
…