dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
καρποφόρος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
fruchtend
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
καρποφόρος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ergiebig
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
καρποφόρος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
fruchtbar
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
καρποφόρος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Früchte tragend
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
καρποφόρος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
lohnend
Ⓦ
Ⓖ
…