dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
καροτσάκι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Rollstuhl
Ⓦ
Ⓖ
…
καροτσάκι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Kinderwagen
Ⓦ
Ⓖ
…
καροτσάκι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Babywagen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
καροτσάκι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Handwagen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)